- διεξάγω
- (AM διεξάγω) [εξάγω]διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεσημσν.φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» — περνώ την παιδική ηλικίααρχ.1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου2. κατευθύνομαι3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση4. διευθετώ, τακτοποιώ5. συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι κάποιον6. φανερώνω, υποδηλώνω7. παρατείνω προθεσμία8. (για άρχοντες) κυβερνώ, διοικώ9. (για νόμο, θεό, μοίρα κ.λπ.) διευθύνω10. (απολ.) ζω11. μέσ. (για μάχη) επιτίθεμαι12. παθ. διαιωνίζομαι13. φρ. α) (για τροφή) «τροφὴ διεξάγουσα» — δίαιτα καθαρτικήβ) «διεξάγω τὸν βίον» — περνώ τη ζωήγ) «τὸ δίκαιον διεξάγεται» — απονέμεται δικαιοσύνη.
Dictionary of Greek. 2013.