διεξάγω

διεξάγω
(AM διεξάγω) [εξάγω]
διενεργώ, φέρω εις πέρας μια υπόθεση
μσν.
φρ. «διεξάγω τὴν τοῡ παιδὸς ἡλικίαν» — περνώ την παιδική ηλικία
αρχ.
1. οδηγώ προς τα έξω περνώντας μέσα από κάτι ή από κάπου
2. κατευθύνομαι
3. εξετάζω, ερευνώ για εκδίκηση
4. διευθετώ, τακτοποιώ
5. συμπεριφέρομαι, μεταχειρίζομαι κάποιον
6. φανερώνω, υποδηλώνω
7. παρατείνω προθεσμία
8. (για άρχοντες) κυβερνώ, διοικώ
9. (για νόμο, θεό, μοίρα κ.λπ.) διευθύνω
10. (απολ.) ζω
11. μέσ. (για μάχη) επιτίθεμαι
12. παθ. διαιωνίζομαι
13. φρ. α) (για τροφή) «τροφὴ διεξάγουσα» — δίαιτα καθαρτική
β) «διεξάγω τὸν βίον» — περνώ τη ζωή
γ) «τὸ δίκαιον διεξάγεται» — απονέμεται δικαιοσύνη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διεξάγω — διεξάγω, διεξήγαγα βλ. πίν. 135 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διεξάγω — διά , ἐκ ἄγαμαι wonder pres imperat mp 2nd sg διά ἐξάγω lead out pres subj act 1st sg διά ἐξάγω lead out pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχρηματίζω — ΜΑ μσν. προφητεύω αρχ. 1. διεξάγω προηγουμένως χρηματικές υποθέσεις 2. (για όν. σε σειρά αναγραφής) αναφέρομαι στην αρχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χρηματίζω «διεξάγω χρηματικές υποθέσεις»] …   Dictionary of Greek

  • αγωνίζομαι — (Α ἀγωνίζομαι) 1. συναγωνίζομαι σωματικά ή πνευματικά για τα πρωτεία, για βραβείο 2. διεξάγω αγώνα, μάχομαι σε πόλεμο, πολεμώ 3. καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια για να πετύχω κάτι, μοχθώ, κοπιάζω αρχ. 1. συζητώ έντονα, εριστικά, προβάλλοντας… …   Dictionary of Greek

  • αερομαχώ — ( έω) [αερομάχος] 1. ματαιοπονώ 2. μάχομαι στον αέρα, διεξάγω αερομαχία …   Dictionary of Greek

  • αθλούμαι — ( έομαι) (AM ἀθλοῡμαι, ἀθλῶ, έω) νεοελλ. γυμνάζομαι, επιδίδομαι στον αθλητισμό μσν. αθλώ, (για τους χριστιανούς μάρτυρες) υφίσταμαι μαρτύρια, βρίσκω μαρτυρικό θάνατο για την πίστη μου στον Χριστό ή για τους αγώνες μου προς διάδοση τού… …   Dictionary of Greek

  • αλληλοσπαράζομαι — 1. πληγώνω κάποιον θανάσιμα και ταυτόχρονα πληγώνομαι από αυτόν, αλληλοσκοτώνομαι 2. μτφ. (για πολιτικούς ή άλλους αγώνες) βρίσκομαι σε άγρια διαμάχη, διεξάγω έντονο αγώνα, συγκρούομαι με οξύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλο * + σπαράζω ( ομαι. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek

  • αναπαλαίω — (Α ἀναπαλαίω) μσν. νεοελλ. επαναλαμβάνω την πάλη, διεξάγω νέον αγώνα μσν. αποσύρω, ανακαλώ, αναιρώ αρχ. επανορθώνω κάτι με νέον αγώνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνa * + παλαίω. ΠΑΡ. μσν. ἀναπάλαισις] …   Dictionary of Greek

  • δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… …   Dictionary of Greek

  • διαπραγματεύομαι — (Α διαπραγματεύομαι) 1. εξετάζω ή διερευνώ κάτι σε όλη του την έκταση, αναπτύσσω εγγράφως ή προφορικώς όλες τις απόψεις για κάποιο θέμα 2. διεξάγω συνεννοήσεις για αγοραπωλησία ή για τη ρύθμιση θέματος αρχ. 1. επιχειρώ να κάνω κάτι 2. κερδίζω από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”